σιτῶ

σιτῶ
σιτέομαι
take food
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
σιτέομαι
take food
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
σιτέω
take food
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
σιτέω
take food
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιτώ — σιτῶ, έω, ΝΜΑ [σῑτος] νεοελλ. παρέχω τροφή, σιτίζω μσν. αρχ. τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.) αρχ. (κυρίως το μέσ.) σιτοῡμαι, έομαι 1. τρώω 2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς… …   Dictionary of Greek

  • Σιτῶ — Σιτώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιτώ — οῡς, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Δήμητρος στη Σικελία) αυτή που παρέχει τροφή και, ιδίως, σιτάρι στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. ώ τών θηλ. (πρβλ. Κλει ώ)] …   Dictionary of Greek

  • σίτω — σί̱τω , σῖτος grain masc nom/voc/acc dual σί̱τω , σῖτος grain masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτῳ — σί̱τῳ , σῖτος grain masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιτών — Σιτώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεοσιτώ — κρεοσιτῶ, έω (Α) έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + σιτῶ (< σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτο σιτώ, λιπο σιτώ] …   Dictionary of Greek

  • ξηροσιτώ — ξηροσιτῶ, έω (Μ) ξηροφαγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σιτῶ (< σίτος < σῖτος), πρβλ. μονο σιτώ] …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • Sito — SITO, ûs, Gr. Σιτὼ, οῦς, ein Beynamen der Ceres, unter welchem sie insonderheit von den Syrakusanern verehret wurde, daß sie genugsamen Vorrath am Getraide geben sollte. Eustath. ap. Schef. ad Aelian. V. H. l. I. c. 27 …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”